-
1 στρωτήρ
A rafter laid upon the bearing beam; mostly in pl., Ar.Fr.72; of a drunken man,ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν Thphr.Vert.12
, cf. IG22.1672.63, al., 42(1).102.179,235 (Epid., iv B.C.), Ph.Bel.87.25, Plb.5.89.6, IG12(3).324.11 (Thera, ii A.D.): generally, cross-beam, Hp.Art.7,78; expld. by σανίδες εἰς ὀροφὴν ἐπιτήδειοι, AB302; opp. δοκοί, Str.16.4.13; difft. from δοκοί and ἀπότομα, BGU1546.8 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρωτήρ
См. также в других словарях:
στρωτήρας — ο / στρωτήρ, ῆρος, ΝΑ πλάγια δοκός τής στέγης προσαρτημένη στη μεγάλη ή κεντρική δοκό νεοελλ. δοκός στην οποία στερεώνονται οι σιδηροτροχιές, κν. τραβέρσα αρχ. 1. δοκός η οποία τοποθετείται εγκάρσια πάνω σε άλλη 2.στον πληθ. οἱ στρωτῆρες η… … Dictionary of Greek